φόρτε

φόρτε
το, Ν
άκλ.
1. ένταση, δύναμη («έχει βάλει το φόρτε του»)
2. πολύ μεγάλη ικανότητα («οι σαιξπηρικοί ρόλοι είναι το φόρτε της»)
3. μουσ. το πιο δυνατό ακουστικά μέρος μιας μουσικής σύνθεσης
4. (ως επίρρ.) μουσ. δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. forte «δυνατός, ισχυρός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φόρτε — το άκλ. (λ. ιταλ.) 1. δύναμη, ένταση, δυνάμωμα, φορτσάρισμα: Έβαλε όλο του το φόρτε. 2. ξεχωριστή ικανότητα, μεγάλη ικανότητα σε κάτι, δεινότητα: Η πρέφα είναι το φόρτε του. 3. (μουσ.), καθένα από τα ηχηρότερα μέρη της μουσικής σύνθεσης. 4. (μουσ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άκουα-φόρτε — το Χημ. κοινή ονομασία τού νιτρικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. < ιταλ. acquaforte «νιτρικό οξύ» (κυριολ. «δυνατό, ισχυρό νερό»)] …   Dictionary of Greek

  • άκουα φόρτε — το (λ. ιταλ.), το νιτρικό οξύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέτζο — το (Μ μέτζο) μισό νεοελλ. 1. φρ. α) «μέτζο μέτζο» έτσι κι έτσι β) «μέτζο τράγειο, μέτζο πρόβειο» λέγεται για πράγματα μέτριας ποιότητας γ) «μέτζο πιάνο» μουσ. μισοσιγά, μια βαθμίδα πάνω από το σιγά δ) «μέτζο φόρτε» μισοδυνατά, μια βαθμίδα… …   Dictionary of Greek

  • πιάνο — Μουσικό όργανο, ο ήχος του οποίου παράγεται από το χτύπημα των μεταλλικών χορδών με μικρά σφυριά συνδεμένα με μια σειρά από πλήκτρα. Εμφανίστηκε στην ιστορία της μουσικής κατά τις αρχές του 18ου αι. ως τελευταία μεταμόρφωση του κλαβίχορδου και… …   Dictionary of Greek

  • νιτρικό οξύ — Χημική ανόργανη ένωση (H ΝΟ3), ένα από τα ισχυρότερα γνωστά οξέα· στο Μεσαίωνα το χρησιμοποιούσαν οι χαράκτες για εργασίες πάνω σε χαλκό, με το όνομα «άκουα φόρτε». Τα άλατά του συναντιούνται αρκετά στη φύση: στη λιθόσφαιρα βρίσκονται το νιτρικό… …   Dictionary of Greek

  • Ντεγκά, Εντγκάρ — (Edgar Degas, Παρίσι 1834 – 1917). Γάλλος ζωγράφος, χαράκτης και γλύπτης. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του 19ου αιώνα. Όπως και ο Μανέ, ανήκε σε παλιά αστική οικογένεια (ο πατέρας του ήταν πλούσιος τραπεζίτης) και, παράλληλα με… …   Dictionary of Greek

  • Ρουό, Ζορζ — (Rouault, Παρίσι 1871 – 1958). Γάλλος ζωγράφος. Γιος ενός ξυλουργού από τη Βρετάνη, μπήκε σε ηλικία 14 ετών σε ένα εργαστήριο επισκευής μεσαιωνικών βιτρό και η εμπειρία αυτή άφησε ανεξίτηλα ίχνη στην προσωπικότητά του, τόσο για την αγάπη του προς …   Dictionary of Greek

  • ένταση — η 1. τάση, τέντωμα: Ένταση χορδής. 2. μτφ., επαύξηση της δύναμης ή της ενέργειας, δυνάμωμα, φορτσάρισμα: Ένταση της προσοχής. 3. (φυσ.), βαθμός δύναμης ή ενέργειας: Ένταση ήχου και φωτός. 4. (φυσ.), η ποσότητα του ηλεκτρικού φορτίου που στη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”